- επιφορικός
- ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) [επιφορά]1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιφορικός — impetuous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικόν — ἐπιφορικός impetuous masc acc sg ἐπιφορικός impetuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικοῖς — ἐπιφορικός impetuous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικοί — ἐπιφορικός impetuous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικωτέρου — ἐπιφορικός impetuous masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικῆς — ἐπιφορικός impetuous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικῇ — ἐπιφορικός impetuous fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορική — ἐπιφορικός impetuous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικῶς — ἐπιφορικός impetuous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφορικώτερος — ἐπιφορικός impetuous masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)